τραγελαφικός

τραγελαφικός
η , ό[ν] невероятный, чудовищный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τραγελαφικός" в других словарях:

  • τραγελαφικός — ή, ό, Ν όμοιος με τραγέλαφο, αφύσικος, αλλόκοτος («τραγελαφική κατάσταση»). επίρρ... τραγελαφικά Ν με τραγελαφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγέλαφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά] …   Dictionary of Greek

  • τραγελαφικός — ή, ό όμοιος με τραγέλαφο (βλ. λ.), τερατώδης, αφύσικος, αλλόκοτος: Τραγελαφικό έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»